ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σθεναρός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική σθεναρός σθεναρή σθεναρό
γενική σθεναρού σθεναρής σθεναρού
αιτιατική σθεναρό σθεναρή σθεναρό
κλητική σθεναρέ σθεναρή σθεναρό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική σθεναροί σθεναρές σθεναρά
γενική σθεναρών σθεναρών σθεναρών
αιτιατική σθεναρούς σθεναρές σθεναρά
κλητική σθεναροί σθεναρές σθεναρά

Ετυμολογία

σθεναρός < αρχαία ελληνική σθεναρός < σθένος

Επίθετο

σθεναρός, -ή, -ό

που έχει σθένος, δύναμη και γενναιότητα, ιδίως στον ψυχικό και ηθικό τομέα

Αντώνυμα

αδύναμος
ασθενής

Συγγενικές λέξεις

σθεναρά
σθεναρότητα
σθεναρώς
→ δείτε τη λέξη σθένος

Μεταφράσεις
σθεναρός

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License