σπρέι
Ελληνικά
Ετυμολογία
σπρέι < αγγλική spray
Ουσιαστικό
σπρέι ουδέτερο άκλιτο
ρευστό διάλυμα που μπορεί να εκτοξευθεί από μπουκαλάκι
Μεταφράσεις
σπρέι
αγγλικά : spray (en)
γαλλικά : pulvérisation (fr), spray (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License