ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σπλαγχνόπτωση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπλαγχνόπτωση οι σπλαγχνοπτώσεις
      γενική της σπλαγχνόπτωσης* των σπλαγχνοπτώσεων
    αιτιατική τη σπλαγχνόπτωση τις σπλαγχνοπτώσεις
     κλητική σπλαγχνόπτωση σπλαγχνοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπλαγχνοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπλαγχνόπτωση < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σπλαγχνόπτωση θηλυκό

→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License