ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σπιτώνω

Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

σπιτώνω < → λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σπιτώνω

παρέχω σε κάποιον σπίτι για να μένει
(μεταφορικά) παρέχω συγκατοίκηση σε άτομο με το οποίο έχω παράνομη ερωτική σχέση

Αντώνυμα

ξεσπιτώνω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπιτώνω σπίτωνα θα σπιτώνω να σπιτώνω σπιτώνοντας
β' ενικ. σπιτώνεις σπίτωνες θα σπιτώνεις να σπιτώνεις σπίτωνε
γ' ενικ. σπιτώνει σπίτωνε θα σπιτώνει να σπιτώνει
α' πληθ. σπιτώνουμε σπιτώναμε θα σπιτώνουμε να σπιτώνουμε
β' πληθ. σπιτώνετε σπιτώνατε θα σπιτώνετε να σπιτώνετε σπιτώνετε
γ' πληθ. σπιτώνουν(ε) σπίτωναν
σπιτώναν(ε)
θα σπιτώνουν(ε) να σπιτώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. σπίτωσα θα σπιτώσω να σπιτώσω σπιτώσει
β' ενικ. σπίτωσες θα σπιτώσεις να σπιτώσεις σπίτωσε
γ' ενικ. σπίτωσε θα σπιτώσει να σπιτώσει
α' πληθ. σπιτώσαμε θα σπιτώσουμε να σπιτώσουμε
β' πληθ. σπιτώσατε θα σπιτώσετε να σπιτώσετε σπιτώστε
γ' πληθ. σπίτωσαν
σπιτώσαν(ε)
θα σπιτώσουν(ε) να σπιτώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σπιτώσει είχα σπιτώσει θα έχω σπιτώσει να έχω σπιτώσει
β' ενικ. έχεις σπιτώσει είχες σπιτώσει θα έχεις σπιτώσει να έχεις σπιτώσει
γ' ενικ. έχει σπιτώσει είχε σπιτώσει θα έχει σπιτώσει να έχει σπιτώσει
α' πληθ. έχουμε σπιτώσει είχαμε σπιτώσει θα έχουμε σπιτώσει να έχουμε σπιτώσει
β' πληθ. έχετε σπιτώσει είχατε σπιτώσει θα έχετε σπιτώσει να έχετε σπιτώσει
γ' πληθ. έχουν σπιτώσει είχαν σπιτώσει θα έχουν σπιτώσει να έχουν σπιτώσει


Μεταφράσεις
σπιτώνω

γαλλικά : loger (fr), héberger (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License