ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σπιθίζω

Ελληνικά


Ετυμολογία

σπιθίζω < →

Ρήμα

σπιθίζω


Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπιθίζω σπίθιζα θα σπιθίζω να σπιθίζω σπιθίζοντας
β' ενικ. σπιθίζεις σπίθιζες θα σπιθίζεις να σπιθίζεις σπίθιζε
γ' ενικ. σπιθίζει σπίθιζε θα σπιθίζει να σπιθίζει
α' πληθ. σπιθίζουμε σπιθίζαμε θα σπιθίζουμε να σπιθίζουμε
β' πληθ. σπιθίζετε σπιθίζατε θα σπιθίζετε να σπιθίζετε σπιθίζετε
γ' πληθ. σπιθίζουν(ε) σπίθιζαν
σπιθίζαν(ε)
θα σπιθίζουν(ε) να σπιθίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. σπίθισα θα σπιθίσω να σπιθίσω σπιθίσει
β' ενικ. σπίθισες θα σπιθίσεις να σπιθίσεις σπίθισε
γ' ενικ. σπίθισε θα σπιθίσει να σπιθίσει
α' πληθ. σπιθίσαμε θα σπιθίσουμε να σπιθίσουμε
β' πληθ. σπιθίσατε θα σπιθίσετε να σπιθίσετε σπιθίστε
γ' πληθ. σπίθισαν
σπιθίσαν(ε)
θα σπιθίσουν(ε) να σπιθίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σπιθίσει είχα σπιθίσει θα έχω σπιθίσει να έχω σπιθίσει
β' ενικ. έχεις σπιθίσει είχες σπιθίσει θα έχεις σπιθίσει να έχεις σπιθίσει
γ' ενικ. έχει σπιθίσει είχε σπιθίσει θα έχει σπιθίσει να έχει σπιθίσει
α' πληθ. έχουμε σπιθίσει είχαμε σπιθίσει θα έχουμε σπιθίσει να έχουμε σπιθίσει
β' πληθ. έχετε σπιθίσει είχατε σπιθίσει θα έχετε σπιθίσει να έχετε σπιθίσει
γ' πληθ. έχουν σπιθίσει είχαν σπιθίσει θα έχουν σπιθίσει να έχουν σπιθίσει



Μεταφράσεις
σπιθίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License