σπιρτάδα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπιρτάδα | οι | σπιρτάδες |
γενική | της | σπιρτάδας | των | (σπιρτάδων) |
αιτιατική | τη | σπιρτάδα | τις | σπιρτάδες |
κλητική | σπιρτάδα | σπιρτάδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σπιρτάδα < σπίρτο («οινόπνευμα»)
Ουσιαστικό
σπιρτάδα θηλυκό
η έντονη γεύση ή οσμή ποτού με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα
η ευφυΐα ενός ανθρώπου που εκδηλώνεται με εντυπωσιακό τρόπο στη λύση προβλημάτων, στη διαπραγμάτευση ενός ζητήματος, σε διάλογο κλπ
Μεταφράσεις
σπιρτάδα
αγγλικά : wit (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License