σπιρούνι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιρούνι | τα | σπιρούνια |
γενική | του | σπιρουνιού | των | σπιρουνιών |
αιτιατική | το | σπιρούνι | τα | σπιρούνια |
κλητική | σπιρούνι | σπιρούνια | ||
Παράρτημα |
σπιρούνια(1) αμερικανικού τύπου
Ετυμολογία
σπιρούνι < ιταλική sperone < πρωτογερμανική *spurô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- / *sperw- (συσπώ, συστρέφω, ωθώ}
Προφορά
ΔΦΑ : /spi.ˈɾu.ni/
Ουσιαστικό
σπιρούνι ουδέτερο
μυτερή προεξοχή ή ροδέλα με ακίδες στερεωμένη σε πίσω μέρος παπουτσιού (πχ. μπότας), για το κέντρισμα αλόγου ή άλλους λόγους
≈ συνώνυμα: πτερνιστήρας
Συγγενικές λέξεις
σπιρουνιά
σπιρούνιασμα
σπιρουνίζω
σπιρούνισμα
Μεταφράσεις
σπιρούνι
αγγλικά : spur (en), spike (en)
ισπανικά : espuela (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License