σπιούνος
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπιούνος | οι | σπιούνοι |
γενική | του | σπιούνου | των | σπιούνων |
αιτιατική | τον | σπιούνο | τους | σπιούνους |
κλητική | σπιούνε | σπιούνοι | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σπιούνος < ιταλική spione
Ουσιαστικό
σπιούνος αρσενικό
κατάσκοπος, καταδότης, ρουφιάνος, χαφιές, καρφί που παρακολουθεί τις κινήσεις κάποιων και τις αναφέρει σε κάποιον ισχυρό
Μεταφράσεις
σπιούνος
αγγλικά : mole (en), rat (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License