σπαζοκεφαλιά
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπαζοκεφαλιά | οι | σπαζοκεφαλιές |
γενική | της | σπαζοκεφαλιάς | των | σπαζοκεφαλιών |
αιτιατική | τη | σπαζοκεφαλιά | τις | σπαζοκεφαλιές |
κλητική | σπαζοκεφαλιά | σπαζοκεφαλιές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σπαζοκεφαλιά < σπάζω + κεφάλι
Ουσιαστικό
σπαζοκεφαλιά θηλυκό
δύσκολο πρόβλημα, γρίφος
Μεταφράσεις
σπαζοκεφαλιά
αγγλικά : conundrum (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License