ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σπάζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

σπάζω < μεσαιωνική ελληνική σπάζω < αρχαία ελληνική ἔσπασα < σπάω

Ρήμα

σπάζω ή σπάω, παθητική φωνή: σπάζομαι

→ δείτε τη λέξη σπάω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπάζω έσπαζα θα σπάζω να σπάζω σπάζοντας
β' ενικ. σπάζεις έσπαζες θα σπάζεις να σπάζεις σπάζε
γ' ενικ. σπάζει έσπαζε θα σπάζει να σπάζει
α' πληθ. σπάζουμε σπάζαμε θα σπάζουμε να σπάζουμε
β' πληθ. σπάζετε σπάζατε θα σπάζετε να σπάζετε σπάζετε
γ' πληθ. σπάζουν(ε) έσπαζαν
σπάζαν(ε)
θα σπάζουν(ε) να σπάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. έσπασα θα σπάσω να σπάσω σπάσει
β' ενικ. έσπασες θα σπάσεις να σπάσεις σπάσε
γ' ενικ. έσπασε θα σπάσει να σπάσει
α' πληθ. σπάσαμε θα σπάσουμε να σπάσουμε
β' πληθ. σπάσατε θα σπάσετε να σπάσετε σπάστε
γ' πληθ. έσπασαν
σπάσαν(ε)
θα σπάσουν(ε) να σπάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σπάσει είχα σπάσει θα έχω σπάσει να έχω σπάσει
β' ενικ. έχεις σπάσει είχες σπάσει θα έχεις σπάσει να έχεις σπάσει έχε σπασμένο
γ' ενικ. έχει σπάσει είχε σπάσει θα έχει σπάσει να έχει σπάσει
α' πληθ. έχουμε σπάσει είχαμε σπάσει θα έχουμε σπάσει να έχουμε σπάσει
β' πληθ. έχετε σπάσει είχατε σπάσει θα έχετε σπάσει να έχετε σπάσει έχετε σπασμένο
γ' πληθ. έχουν σπάσει είχαν σπάσει θα έχουν σπάσει να έχουν σπάσει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σπασμένο
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σπασμένο
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σπασμένο
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σπασμένο

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License