σπαλέτα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπαλέτα | οι | σπαλέτες |
γενική | της | σπαλέτας | των | σπαλετών |
αιτιατική | τη | σπαλέτα | τις | σπαλέτες |
κλητική | σπαλέτα | σπαλέτες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σπαλέτα < βενετική spaleta
Ουσιαστικό
σπαλέτα θηλυκό
επωμίδα
Μεταφράσεις
σπαλέτα
αγγλικά : epaulet (en)
γαλλικά : bretelle (fr)
ιταλικά : spallina (it)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License