σώζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
σώζω < αρχαία ελληνική σῴζω
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈsɔ.zɔ/
Ρήμα
σώζω και σώζομαι (& σώνω-σώνομαι με το οποίο μοιράζεται ρηματικούς τύπους)
αποτρέπω μία άσχημη εξέλιξη, π.χ. το θάνατο ή τον τραυματισμό κάποιου, την καταστροφή αντικειμένων ή τόπων, γλιτώνω, διασώζω
η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων έσωσε το χωριό από την πυρκαγιά
Με το που ήρθε έσωσε την κατάσταση
αποθηκεύω κείμενο στον υπολογιστή (αν και συνήθως χρησιμοποιείται το σώνω)
(μέσο) σώζομαι, γλιτώνω τον εαυτό μου ή με σώνει κάποιος άλλος είτε από ένα σοβαρό πρόβλημα που απειλεί τη ζωή μου είτε απλώς βοηθώντας με να βγω από μια δύσκολη θέση
(θεολογία) το μέσο, σώνομαι: δεν κινδυνεύω πια να χάσω την ψυχή μου, εξασφαλίζω μια θέση στον Παράδεισο ή την αιώνια ζωή
Εκφράσεις
σώσον Κύριε το λαό σου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω (σε συνθήκες όπου σώνεται μόνον όποιος μπορεί να σώσει τον εαυτό του)
δώσε και σώσε
γίνεται το σώσε (πανικός, πανζουρλισμός, κοσμοσσυροή)
πρέπει να σώσουμε τα προσχήματα (τους τύπους)
τώρα μάλιστα! Σωθήκαμε (για ασήμαντη ως προς το πρόβλημά μας παρέμβαση)
Συγγενικές λέξεις
σωσίβιο
σωστικός
σωτήρας
σωτηρία
σωτήριος
ανέσωστος
αποσώνω
άσωστος
άσωτος
διασώζω
Συνώνυμα
διασώζω
γλιτώνω κάποιον ή τον εαυτό μου
σώνω και σώνομαι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σώζω | έσωζα | θα σώζω | να σώζω | σώζοντας | |
β' ενικ. | σώζεις | έσωζες | θα σώζεις | να σώζεις | σώζε | |
γ' ενικ. | σώζει | έσωζε | θα σώζει | να σώζει | ||
α' πληθ. | σώζουμε | σώζαμε | θα σώζουμε | να σώζουμε | ||
β' πληθ. | σώζετε | σώζατε | θα σώζετε | να σώζετε | σώζετε | |
γ' πληθ. | σώζουν(ε) | έσωζαν σώζαν(ε) |
θα σώζουν(ε) | να σώζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσωσα | θα σώσω | να σώσω | σώσει | ||
β' ενικ. | έσωσες | θα σώσεις | να σώσεις | σώσε | ||
γ' ενικ. | έσωσε | θα σώσει | να σώσει | |||
α' πληθ. | σώσαμε | θα σώσουμε | να σώσουμε | |||
β' πληθ. | σώσατε | θα σώσετε | να σώσετε | σώστε | ||
γ' πληθ. | έσωσαν σώσαν(ε) |
θα σώσουν(ε) | να σώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σώσει | είχα σώσει | θα έχω σώσει | να έχω σώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σώσει | είχες σώσει | θα έχεις σώσει | να έχεις σώσει | έχε σωσμένο | |
γ' ενικ. | έχει σώσει | είχε σώσει | θα έχει σώσει | να έχει σώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σώσει | είχαμε σώσει | θα έχουμε σώσει | να έχουμε σώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σώσει | είχατε σώσει | θα έχετε σώσει | να έχετε σώσει | έχετε σωσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σώσει | είχαν σώσει | θα έχουν σώσει | να έχουν σώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σωσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σωσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σωσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σωσμένο |
Μετοχή παθητικού παρακειμένου: σωσμένος και σωμένος από το ρήμα σώνω
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σώζομαι | σωζόμουν(α) | θα σώζομαι | να σώζομαι | ||
β' ενικ. | σώζεσαι | σωζόσουν(α) | θα σώζεσαι | να σώζεσαι | ||
γ' ενικ. | σώζεται | σωζόταν(ε) | θα σώζεται | να σώζεται | ||
α' πληθ. | σωζόμαστε | σωζόμαστε σωζόμασταν |
θα σωζόμαστε | να σωζόμαστε | ||
β' πληθ. | σώζεστε | σωζόσαστε σωζόσασταν |
θα σώζεστε | να σώζεστε | σώζεστε | |
γ' πληθ. | σώζονται | σώζονταν σωζόντουσαν |
θα σώζονται | να σώζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σώθηκα | θα σωθώ | να σωθώ | σωθεί | ||
β' ενικ. | σώθηκες | θα σωθείς | να σωθείς | σώσου | ||
γ' ενικ. | σώθηκε | θα σωθεί | να σωθεί | |||
α' πληθ. | σωθήκαμε | θα σωθούμε | να σωθούμε | |||
β' πληθ. | σωθήκατε | θα σωθείτε | να σωθείτε | σωθείτε | ||
γ' πληθ. | σώθηκαν σωθήκαν(ε) |
θα σωθούν(ε) | να σωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σωθεί | είχα σωθεί | θα έχω σωθεί | να έχω σωθεί | σωσμένος | |
β' ενικ. | έχεις σωθεί | είχες σωθεί | θα έχεις σωθεί | να έχεις σωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σωθεί | είχε σωθεί | θα έχει σωθεί | να έχει σωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σωθεί | είχαμε σωθεί | θα έχουμε σωθεί | να έχουμε σωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σωθεί | είχατε σωθεί | θα έχετε σωθεί | να έχετε σωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σωθεί | είχαν σωθεί | θα έχουν σωθεί | να έχουν σωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σωσμένος - είμαστε, είστε, είναι σωσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σωσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σωσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σωσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σωσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σωσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σωσμένοι |
Μεταφράσεις
σώζω
αγγλικά : save (en)
αραβικά : أنقذ (ar) (ʾanqaḏa)
αρχαία ελληνικά : σῴζω
γαλλικά : sauver (fr)
γερμανικά : retten (de)
εβραϊκά : הציל (he) (hitsíl)
ισπανικά : salvar (es)
ιταλικά : salvare (it)
κινεζικά : 拯救 (zh) (zhěngjiù)
λατινικά : salvo (la), servo (la)
πολωνικά : ratować (pl)
πορτογαλικά : salvar (pt)
ρουμανικά : salva (ro)
ρωσικά : спасать (ru) (spasát')
σερβικά : спасити (sr) (spasiti)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License