ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σοβώ

Ελληνικά

Ετυμολογία

σοβώ < (λόγιο) αρχαία ελληνική σοβῶ, συνηρημένου τύπου του σοβέω

Προφορά

ΔΦΑ : /sɔˈvɔ/

Ρήμα

σοβώ, πρτ.: σοβούσα, σε ενεστώτα και παρατατικό, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο

(για κάτι κακό) βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, εξελίσσομαι κρυφά

σοβεί κρίση

Συνώνυμα

υποβόσκω
εγκρύπτομαι
εμφωλεύω
υπόκειμαι
υπολανθάνω
υφέρπω

Κλίση

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις
σοβώ

= Πηγές
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License