σουσουράδα
Ελληνικά
σουσουράδα (1)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουσουράδα | οι | σουσουράδες |
γενική | της | σουσουράδας | των | σουσουράδων |
αιτιατική | τη | σουσουράδα | τις | σουσουράδες |
κλητική | σουσουράδα | σουσουράδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σουσουράδα < μεσαιωνική ελληνική σουσουράδα < σείω + ουρά
Ουσιαστικό
σουσουράδα θηλυκό
(ορνιθολογία) λαϊκή ονομασία του πουλιού σεισοπυγίς (Motacilla alba), που όλο κουνά την ουρά του
Συνώνυμα τσιλιβήθρα, κωλοσούσα, μοτακίλλα, κίλλουρος, κιναίδιον, σεισοπυγίς, σχοινίλος
(μεταφορικά) νεαρή κοπέλα που κάνει όλο καμώματα και νάζια
Δείτε επίσης
σουσουράδα στη Βικιπαίδεια Άρθρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
σουσουράδα
αρχαία ελληνικά : ἴυγξ
αγγλικά : minx (en), wryneck (en)
γαλλικά : hochequeue (fr)
ισπανικά : lavandera (es)
πολωνικά : pliszka (pl)
τουρκικά : kuyruksallayan (tr)
φινλανδικά : västäräkki (fi)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License