ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σούρουπο


Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούρουπο τα σούρουπα
      γενική του σούρουπου των σούρουπων
    αιτιατική το σούρουπο τα σούρουπα
     κλητική σούρουπο σούρουπα
Παράρτημα

Ετυμολογία

σούρουπο < σουρουπώνει + -ο

Ουσιαστικό

σούρουπο ουδέτερο

η ώρα της μέρας που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι

Συνώνυμα

σουρούπωμα
αμφιλύκη
λυκόφως
σύθαμπο

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη σουρουπώνει

Δείτε επίσης

σούρουπο στη Βικιπαίδεια Άρθρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σούρουπο

αγγλικά : dusk (en)
αραβικά : الغسق (ar)
γαλλικά : crépuscule (fr)
γερμανικά : Abenddämmerung (de)
ιαπωνικά : 夕暮れ (ja)
ιταλικά : crepuscolo (it)
πολωνικά : zmrok (pl)
πορτογαλικά : crepúsculo (pt)
ρωσικά : сумерек (ru)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License