σούργελο
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σούργελο | τα | σούργελα |
γενική | του | σούργελου | των | σούργελων |
αιτιατική | το | σούργελο | τα | σούργελα |
κλητική | σούργελο | σούργελα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σούργελο < συμφυρμός των λέξεων σούρνω + γελώ και ουσιαστικοποίηση + -ο όπως η λέξη κορόιδο[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈsuɾ.ʝε.lɔ/
Ουσιαστικό
σούργελο ουδέτερο
(οικείο) χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος πολύ γελοίου, που προκαλεί συνήθως το χλευασμό των άλλων
Συνώνυμα
περίγελος
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις σύρω και γελώ
Μεταφράσεις
σούργελο
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License