σουλάτσο
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουλάτσο | τα | σουλάτσα |
γενική | του | σουλάτσου | των | σουλάτσων |
αιτιατική | το | σουλάτσο | τα | σουλάτσα |
κλητική | σουλάτσο | σουλάτσα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σουλάτσο < ιταλική sollazzo < λατινική solatium < solacium < solor < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sōlh₂-
Ουσιαστικό
σουλάτσο ουδέτερο
άσκοπη βόλτα
Άλλες μορφές
σουλατσάρισμα
σουλατσάδα
Συνώνυμα
περίπατος
περιπλάνηση
σεργιάνι
Συγγενικές λέξεις
σουλατσαδόρος
σουλατσάρισμα
σουλατσάρω
Μεταφράσεις
σουλάτσο
αγγλικά : ramble (en), saunter (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License