σώσμα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σώσμα | τα | σώσματα |
γενική | του | σώσματος | των | σωσμάτων |
αιτιατική | το | σώσμα | τα | σώσματα |
κλητική | σώσμα | σώσματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σώσμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σώσμα ουδέτερο
το τελευταίο κρασί που περίσσεψε στο βαρέλι. Έχει ιδιαίτερη μυρωδιά και βαριά γεύση και είναι κάπως θολό, καθότι έχει ίχνη από το κατακάθι.
Μεταφράσεις
σώσμα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License