σωπαίνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
σωπαίνω < μεσαιωνική ελληνική σωπαίνω < αρχαία ελληνική σιωπάω / σιωπῶ < σιωπή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *su̯ī- (αδύναμος, σιωπηλός)
Προφορά
ΔΦΑ : /sɔ.ˈpε.nɔ/
Ρήμα
σωπαίνω
(αμετάβατο) δεν μιλώ, δεν βγάζω κάποιον ήχο
Άλλες μορφές σιωπώ
(σπάνιο) (μεταβατικό) κάνω κάποιον να μην μιλάει
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη σιωπή
Εκφράσεις
σώπα:
εκφράζουμε δυσπιστία
προσπαθούμε να καθησυχάσουμε κάποιον
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈsɔ.ɔ.pa/ και /ˈsɔ.pa/
Μεταφράσεις
σωπαίνω
αγγλικά : remain silent (en), keep silent (en)
γαλλικά : se taire (fr)
γερμανικά : schweigen (de)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License