ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σώνω
Ελληνικά


Ετυμολογία

σώνω < μεσαιωνική ελληνική σώνω < αρχαία ελληνική σῴζω

Ρήμα

σώνω , παθ. μτχ.: σωμένος & σωσμένος

αποθηκεύω, φυλάσσω ένα κείμενο στον υπολογιστή ώστε να μην το χάσω σε περίπτωση βλάβης ή για να το έχω διαθέσιμο στο μέλλον
γλιτώνω, αντί του σώζω (κυρίως στον προφορικό λόγο)

Την ώρα που έσωνε τον ένα, πνιγόταν ο άλλος

επιβιώνω, αντέχω

Μας κάνει και τον δύσκολο! Μη σώσει να ξαναπατήσει σπίτι!
Αχ! Να μην έσωνα να τον παντρευτώ

(παρωχημένο ή τώρα πια ιδιωματικό) αρκώ, φτάνω

δεν σώνει ο θησαυρός όλης της γης (: δεν φτάνει, δεν αρκεί ο θησαυρός...)
Πιάσε μου το κατσαρόλι από 'κει πάνω, δεν σώνω να το πιάσω μόνη μου

(μέσο) σώνομαι : τελειώνω

Σώθηκε το ψωμί, τράβα να αγοράσεις κάνα καρβέλι
Σώθηκαν τα λεφτά - σώθηκε πια η υπομονή μου

(μέσο) σώνομαι : γλιτώνω

Χρωστάω σε πέντε τράπεζες. Δεν σώνομαι με τίποτα!

Εκφράσεις

σώνει και καλά (:από τη φράση "σώνει, καλά" δηλαδή "φτάνει, καλά είναι, δεν θέλω άλλο" που έλεγαν σε συνεστιάσεις όταν ο οικοδεσπότης ήθελε να τους ξαναγεμίσει με το ζόρι το ποτήρι ή το ξεχείλιζε)

Κλίση
Ενεργητική φωνή Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σώνω έσωνα θα σώνω να σώνω σώνοντας
β' ενικ. σώνεις έσωνες θα σώνεις να σώνεις σώνε
γ' ενικ. σώνει έσωνε θα σώνει να σώνει
α' πληθ. σώνουμε σώναμε θα σώνουμε να σώνουμε
β' πληθ. σώνετε σώνατε θα σώνετε να σώνετε σώνετε
γ' πληθ. σώνουν(ε) έσωναν
σώναν(ε)
θα σώνουν(ε) να σώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. έσωσα θα σώσω να σώσω σώσει
β' ενικ. έσωσες θα σώσεις να σώσεις σώσε
γ' ενικ. έσωσε θα σώσει να σώσει
α' πληθ. σώσαμε θα σώσουμε να σώσουμε
β' πληθ. σώσατε θα σώσετε να σώσετε σώστε
γ' πληθ. έσωσαν
σώσαν(ε)
θα σώσουν(ε) να σώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σώσει είχα σώσει θα έχω σώσει να έχω σώσει
β' ενικ. έχεις σώσει είχες σώσει θα έχεις σώσει να έχεις σώσει
γ' ενικ. έχει σώσει είχε σώσει θα έχει σώσει να έχει σώσει
α' πληθ. έχουμε σώσει είχαμε σώσει θα έχουμε σώσει να έχουμε σώσει
β' πληθ. έχετε σώσει είχατε σώσει θα έχετε σώσει να έχετε σώσει
γ' πληθ. έχουν σώσει είχαν σώσει θα έχουν σώσει να έχουν σώσει


Σημείωση: μοιράζεται μερικούς ρηματικούς τύπους με το συνώνυμο σώζω


→ δείτε τη λέξη σώζω

Μεταφράσεις
σώνω

αγγλικά : rescue (en), survive (en)


τελειώνω

αγγλικά : run out of (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License