ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σωματικός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική σωματικός σωματική σωματικό
γενική σωματικού σωματικής σωματικού
αιτιατική σωματικό σωματική σωματικό
κλητική σωματικέ σωματική σωματικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική σωματικοί σωματικές σωματικά
γενική σωματικών σωματικών σωματικών
αιτιατική σωματικούς σωματικές σωματικά
κλητική σωματικοί σωματικές σωματικά

Ετυμολογία

σωματικός < αρχαία ελληνική σωματικός

Επίθετο

σωματικός

που ανήκει ή αναφέρεται στο σώμα έμβιου όντος
που γίνεται με το σώμα ή στο σώμα

Αντώνυμα

πνευματικός
ψυχικός

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη σώμα

Μεταφράσεις
σωματικός

αγγλικά : physical (en)
ισπανικά : corporal (es), somático (es)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License