ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σωληνώνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

σωληνώνω < σωλήνας + -ώνω

Ρήμα

σωληνώνω

→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σωληνώνω σωλήνωνα θα σωληνώνω να σωληνώνω σωληνώνοντας
β' ενικ. σωληνώνεις σωλήνωνες θα σωληνώνεις να σωληνώνεις σωλήνωνε
γ' ενικ. σωληνώνει σωλήνωνε θα σωληνώνει να σωληνώνει
α' πληθ. σωληνώνουμε σωληνώναμε θα σωληνώνουμε να σωληνώνουμε
β' πληθ. σωληνώνετε σωληνώνατε θα σωληνώνετε να σωληνώνετε σωληνώνετε
γ' πληθ. σωληνώνουν(ε) σωλήνωναν
σωληνώναν(ε)
θα σωληνώνουν(ε) να σωληνώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. σωλήνωσα θα σωληνώσω να σωληνώσω σωληνώσει
β' ενικ. σωλήνωσες θα σωληνώσεις να σωληνώσεις σωλήνωσε
γ' ενικ. σωλήνωσε θα σωληνώσει να σωληνώσει
α' πληθ. σωληνώσαμε θα σωληνώσουμε να σωληνώσουμε
β' πληθ. σωληνώσατε θα σωληνώσετε να σωληνώσετε σωληνώστε
γ' πληθ. σωλήνωσαν
σωληνώσαν(ε)
θα σωληνώσουν(ε) να σωληνώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σωληνώσει είχα σωληνώσει θα έχω σωληνώσει να έχω σωληνώσει
β' ενικ. έχεις σωληνώσει είχες σωληνώσει θα έχεις σωληνώσει να έχεις σωληνώσει
γ' ενικ. έχει σωληνώσει είχε σωληνώσει θα έχει σωληνώσει να έχει σωληνώσει
α' πληθ. έχουμε σωληνώσει είχαμε σωληνώσει θα έχουμε σωληνώσει να έχουμε σωληνώσει
β' πληθ. έχετε σωληνώσει είχατε σωληνώσει θα έχετε σωληνώσει να έχετε σωληνώσει
γ' πληθ. έχουν σωληνώσει είχαν σωληνώσει θα έχουν σωληνώσει να έχουν σωληνώσει



Μεταφράσεις
σωληνώνω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License