σνομπ
Ελληνικά
Ετυμολογία
σνομπ < αγγλική snob < νεολατινική sine nobilitate (από νεολατινική φράση που χρησιμοποιόταν στο Κολέγιο Ήτον)
Επίθετο
σνομπ άκλιτο
που φέρεται σαν να ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη, που θεωρεί κατώτερους τους γύρω του και τους συμπεριφέρεται απαξιωτικά
Συγγενικές λέξεις
σνομπαρία
σνομπάρω
σνομπισμός
σνομπιστής
σνομπιστικά
σνομπιστικός
σνομπίστρια
Συνώνυμα
ξιπασμένος
φαντασμένος
Μεταφράσεις
σνομπ
αγγλικά : snob (en), snotty (en)
βρετονικά : snob (br)
γαλλικά : snon (fr), poseur (fr)
ισπανικά : cursi (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License