σνίχι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σνίχι | τα | σνίχια |
γενική | του | σνιχιού | των | σνιχιών |
αιτιατική | το | σνίχι | τα | σνίχια |
κλητική | σνίχι | σνίχια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σνίχι < μεσαιωνική ελληνική ζινίχιον < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
σνίχι ουδέτερο (& ζνίχι)
(παρωχημένο) ο αυχένας, ο σβέρκος, τράχηλος
τ' ατσαλένιο νύχι, / δόντι σιδερό, / στο κρουστό σου σνίχι / το μαυριδερό. (Κώστας Βάρναλης, Ζούγκλα)
Μεταφράσεις
σνίχι
→ δείτε τη λέξη αυχένας
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License