σνακ
Ελληνικά
Ετυμολογία
σνακ < αγγλική snack
Ουσιαστικό
σνακ ουδέτερο άκλιτο
λίγο φαγητό (κουλούρι, κομμάτι κέικ, φρούτο κ.λπ.) που τρώγεται ανάμεσα από τα κανονικά γεύματα
ξηροί καρποί ή άλλα συνοδευτικά ποτού
Δείτε επίσης
Κατηγορία:Σνακ στη Βικιπαίδεια Άρθρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
σνακ
αγγλικά : snack (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License