σμπαράλια
Ελληνικά
Ετυμολογία
σμπαράλια < ιταλική sbaraglio
Ουσιαστικό
σμπαράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
(οικείο) κομμάτια, θρύψαλα
για άνθρωπο: εξουθενωμένος σωματικά ή ψυχικά
για αντικείμενο: εντελώς διαλυμένος, κατακερματισμένος ή χαλασμένος
Μεταφράσεις
σμπαράλια
γαλλικά : débris (fr), miettes (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License