σμήνος
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμήνος | τα | σμήνη |
γενική | του | σμήνους | των | σμηνών |
αιτιατική | το | σμήνος | τα | σμήνη |
κλητική | σμήνος | σμήνη | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
σμήνος < αρχαία ελληνική σμῆνος < ἑσμός < ἕζομαι
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈzmi.nɔs/
Ουσιαστικό
σμήνος ουδέτερο
πλήθος εντόμων ή πραγμάτων
≈ συνώνυμα: πλήθος, σμάρι
ένα σμήνος από ελικόπτερα
(ειδικότερα) ομάδα αεροπλάνων που πετούν σε σχηματισμό
(ειδικότερα) πλήθος μελισσών
(συνεκδοχικά) η κυψέλη
≈ συνώνυμα: μελίσσι
(αστρονομία) πυκνή συγκέντρωση αστέρων ή γαλαξιών
Συγγενικές λέξεις
σμηνίας
σμηνίτης και σμηνίτισσα
Σύνθετα
σμηναγός
σμήναρχος
σμηνοσεισμοί
σμηνουργία
Μεταφράσεις
σμήνος
αγγλικά : swarm (en), flock (en)
γαλλικά : essaim (fr)
γερμανικά : Schwarm (de)
ιταλικά : sciame (it) α
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License