ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σμίγω

Ελληνικά

Ετυμολογία

σμίγω < →

Ρήμα

σμίγω

(μεταβατικό) ενώνω
(αμετάβατο)
ενώνομαι
ενώνομαι ερωτικά με άλλο άτομο, δημιουργώ δεσμό
συναντώ κάποιους (ιδίως μετά από καιρό)

Συγγενικές λέξεις

σμίξιμο
σμιχτός

Μεταφράσεις
σμίγω

γαλλικά : mêler (fr), joindre (fr), unir (fr), accoupler (fr), hanter (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License