σλάλομ
Ελληνικά
Ετυμολογία
σλάλομ < αγγλική slalom
Ουσιαστικό
σλάλομ ουδέτερο άκλιτο
αγώνισμα του σκι στο οποίο ο σκιέρ πρέπει να κατέβει μια διαδρομή κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα σε πασσάλους που έχουν τοποθετηθεί σε τεθλασμένη γραμμή (ζικ ζακ)
Μεταφράσεις
σλάλομ
αγγλικά : slalom (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License