ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σιγουριά

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιγουριά οι σιγουριές
      γενική της σιγουριάς των σιγουριών
    αιτιατική τη σιγουριά τις σιγουριές
     κλητική σιγουριά σιγουριές
Παράρτημα

Ετυμολογία

σιγουριά < σίγουρος + -ιά < βενετική seguro < λατινική securus < se- + cura < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷeis- (προσέχω, φροντίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ɣu.ˈɾʝa/

Ουσιαστικό

σιγουριά θηλυκό

κατάσταση κατά την οποία νιώθει κανείς ασφαλής

≈ συνώνυμα: ασφάλεια
≠ αντώνυμα: ανασφάλεια

η ιδιότητα του σίγουρου

≈ συνώνυμα: βεβαιότητα
≠ αντώνυμα: αβεβαιότητα, αμφιβολία

Άλλες μορφές

σιγουράδα
σιγουράντζα

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη σίγουρος

Μεταφράσεις
σιγουριά

γαλλικά : sécurité (fr), assurance (fr), certitude (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License