ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σιέστα

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιέστα οι σιέστες
      γενική της σιέστας
    αιτιατική τη σιέστα τις σιέστες
     κλητική σιέστα σιέστες
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται.
Παράρτημα

Ετυμολογία

σιέστα < ισπανική siesta < λατινική sexta (hora) (έκτη (ώρα), δηλαδή μεσημέρι)

Ουσιαστικό

σιέστα θηλυκό

μεσημβρινή / απογευματινή ανάπαυση, που συνοδεύεται συνήθως από σύντομο ύπνο

Για τον γνωστό καλλιτέχνη της Αναγέννησης ο κλασικός νυχτερινός ύπνος ήταν μάλλον μια άγνωστη έννοια. Αντ’ αυτού περιοριζόταν σε 15λεπτες σιέστες κάθε τέσσερις ώρες, που ισοδυναμούν με μιάμιση ώρα ύπνου την ημέρα. (*)

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τις λέξεις έκτος και έξι

Δείτε επίσης

σιέστα στη Βικιπαίδεια Άρθρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σιέστα

αγγλικά : siesta (en)
γαλλικά : sieste (fr)
γερμανικά : Siesta (de)
ισπανικά : siesta (es)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License