σιέλωση
Ελληνικά
Ετυμολογία
σιέλωση < αρχαία ελληνική σιέλωση < σίελον
(καθαρεύουσα) σιάλωση
Ουσιαστικό
σιέλωση θηλυκό
η τροφοδοσία με σάλιο της στοματικής κοιλότητας κατά την μάσηση.
Μεταφράσεις
σιέλωση
αγγλικά : salivation (en)
ισπανικά : insalivación (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License