ρυζάλευρο
Ελληνικά
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ρυζάλευρο τα ρυζάλευρα
γενική του ρυζάλευρου των ρυζάλευρων
αιτιατική το ρυζάλευρο τα ρυζάλευρα
κλητική ρυζάλευρο ρυζάλευρα
Παράρτημα
Ετυμολογία
ρυζάλευρο < → όρυζα + αλεύρι
Ουσιαστικό
ρυζάλευρο ουδέτερο
αλεύρι παρασκευασμένο από αποφλοιωμένα σπέρματα ρυζιού, ορυζάλευρο
Μεταφράσεις
ρυζάλευρο
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License