ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρυτιδώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία

ρυτιδώνω < → ῥυτιδῶ

Ρήμα

ρυτιδώνω

δημιουργώ ρυτίδες


Συγγενικές λέξεις

ρυτίδα
ρυτιδιάζω
ρυτιδιασμένος
ρυτιδωμένος
ρυτιδώδης

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ρυτιδώνω ρυτίδωνα θα ρυτιδώνω να ρυτιδώνω ρυτιδώνοντας
β' ενικ. ρυτιδώνεις ρυτίδωνες θα ρυτιδώνεις να ρυτιδώνεις ρυτίδωνε
γ' ενικ. ρυτιδώνει ρυτίδωνε θα ρυτιδώνει να ρυτιδώνει
α' πληθ. ρυτιδώνουμε ρυτιδώναμε θα ρυτιδώνουμε να ρυτιδώνουμε
β' πληθ. ρυτιδώνετε ρυτιδώνατε θα ρυτιδώνετε να ρυτιδώνετε ρυτιδώνετε
γ' πληθ. ρυτιδώνουν(ε) ρυτίδωναν
ρυτιδώναν(ε)
θα ρυτιδώνουν(ε) να ρυτιδώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ρυτίδωσα θα ρυτιδώσω να ρυτιδώσω ρυτιδώσει
β' ενικ. ρυτίδωσες θα ρυτιδώσεις να ρυτιδώσεις ρυτίδωσε
γ' ενικ. ρυτίδωσε θα ρυτιδώσει να ρυτιδώσει
α' πληθ. ρυτιδώσαμε θα ρυτιδώσουμε να ρυτιδώσουμε
β' πληθ. ρυτιδώσατε θα ρυτιδώσετε να ρυτιδώσετε ρυτιδώστε
γ' πληθ. ρυτίδωσαν
ρυτιδώσαν(ε)
θα ρυτιδώσουν(ε) να ρυτιδώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ρυτιδώσει είχα ρυτιδώσει θα έχω ρυτιδώσει να έχω ρυτιδώσει
β' ενικ. έχεις ρυτιδώσει είχες ρυτιδώσει θα έχεις ρυτιδώσει να έχεις ρυτιδώσει
γ' ενικ. έχει ρυτιδώσει είχε ρυτιδώσει θα έχει ρυτιδώσει να έχει ρυτιδώσει
α' πληθ. έχουμε ρυτιδώσει είχαμε ρυτιδώσει θα έχουμε ρυτιδώσει να έχουμε ρυτιδώσει
β' πληθ. έχετε ρυτιδώσει είχατε ρυτιδώσει θα έχετε ρυτιδώσει να έχετε ρυτιδώσει
γ' πληθ. έχουν ρυτιδώσει είχαν ρυτιδώσει θα έχουν ρυτιδώσει να έχουν ρυτιδώσει


Μεταφράσεις
ρυτιδώνω

γαλλικά : rider (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License