ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρυπαίνω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ρυπαίνω < αρχαία ελληνική ῥυπαίνω < ῥύπος ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική pollute)

Ρήμα

ρυπαίνω (παθητική φωνή: ρυπαίνομαι)

επιβαρύνω το περιβάλλον με επιβλαβείς ουσίες, ήχο ή φως
(μεταφορικά) λερώνω, βρομίζω

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη ρύπος

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ρυπαίνω ρύπαινα θα ρυπαίνω να ρυπαίνω ρυπαίνοντας
β' ενικ. ρυπαίνεις ρύπαινες θα ρυπαίνεις να ρυπαίνεις ρύπαινε
γ' ενικ. ρυπαίνει ρύπαινε θα ρυπαίνει να ρυπαίνει
α' πληθ. ρυπαίνουμε ρυπαίναμε θα ρυπαίνουμε να ρυπαίνουμε
β' πληθ. ρυπαίνετε ρυπαίνατε θα ρυπαίνετε να ρυπαίνετε ρυπαίνετε
γ' πληθ. ρυπαίνουν(ε) ρύπαιναν
ρυπαίναν(ε)
θα ρυπαίνουν(ε) να ρυπαίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ρύπανα θα ρυπάνω να ρυπάνω ρυπάνει
β' ενικ. ρύπανες θα ρυπάνεις να ρυπάνεις ρύπανε
γ' ενικ. ρύπανε θα ρυπάνει να ρυπάνει
α' πληθ. ρυπάναμε θα ρυπάνουμε να ρυπάνουμε
β' πληθ. ρυπάνατε θα ρυπάνετε να ρυπάνετε ρυπάνετε
γ' πληθ. ρύπαναν
ρυπάναν(ε)
θα ρυπάνουν(ε) να ρυπάνουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ρυπάνει είχα ρυπάνει θα έχω ρυπάνει να έχω ρυπάνει
β' ενικ. έχεις ρυπάνει είχες ρυπάνει θα έχεις ρυπάνει να έχεις ρυπάνει
γ' ενικ. έχει ρυπάνει είχε ρυπάνει θα έχει ρυπάνει να έχει ρυπάνει
α' πληθ. έχουμε ρυπάνει είχαμε ρυπάνει θα έχουμε ρυπάνει να έχουμε ρυπάνει
β' πληθ. έχετε ρυπάνει είχατε ρυπάνει θα έχετε ρυπάνει να έχετε ρυπάνει
γ' πληθ. έχουν ρυπάνει είχαν ρυπάνει θα έχουν ρυπάνει να έχουν ρυπάνει



Μεταφράσεις
ρυπαίνω

αγγλικά : pollute (en)
γαλλικά : polluer (fr)
γερμανικά : verschmutzen (de)
ιταλικά : inquinare (it)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License