ρωγοβύζι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρωγοβύζι | τα | ρωγοβύζια |
γενική | του | ρωγοβυζιού | των | ρωγοβυζιών |
αιτιατική | το | ρωγοβύζι | τα | ρωγοβύζια |
κλητική | ρωγοβύζι | ρωγοβύζια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ρωγοβύζι < ρώγα + βυζί
Ουσιαστικό
ρωγοβύζι ουδέτερο Ρωγοβύζι ή ρογοβύζι
Η γυναίκα η οποία με μισθό, με ρόγα, αναλαμβάνει το θηλασμό ενός βρέφους, η τροφός.
Επίσης είναι η θηλή από λάστιχο ή από πλαστικό που προσαρμόζεται στο στόμιο μικρής φιάλης η οποία περιέχει γάλα και χρησιμοποιείται για τον τεχνητό θηλασμό του βρέφους.
στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά... (Ν. Καββαδίας, Federico Garcia Lorca)
Μεταφράσεις
ρωγοβύζι
→ δείτε τη λέξη θηλή
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License