ριζολογώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ριζολογώ < → ῥίζα + -λογῶ (< -λόγος*)
Ρήμα
ριζολογώ
μαζεύω ρίζες, φαρμακευτικές
ξεριζώνω άγρια χόρτα
Μεταφράσεις
ριζολογώ
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License