ρισκάρω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ρισκάρω < ρίσκο
Ρήμα
ρισκάρω
προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος την πιθανότητα μιας άσχημης τροπής
≈ συνώνυμα: παίρνω τα ρίσκα μου
διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο
Μεταφράσεις
ρισκάρω
αγγλικά : risk (en), ποντάρω τα διπλά σε κάτι επισφαλές: double down (en)
γαλλικά : risquer (fr), prendre un / des risque(s) (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License