ρίπος
Ελληνικά
Ετυμολογία
ρίπος < → Παρλλ. τ. τής λ. ῥίψ, ῥιπός
Ουσιαστικό
ρίπος αρσενικό
πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, με το οποίο τυλίγουν χοντρά σχοινιά για να τά προστατεύει από την τριβή
ρίπος σύγκρουσης ή ρίπος Μακάροφ , τοποθετείται σε μικρά σκάφοη για να τό προστατεύσει από την κατάκλυση
Μεταφράσεις
ρίπος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License