ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ριπίζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ριπίζω < αρχαία ελληνική ῥιπίζω < ῥιπίς

Ρήμα

ριπίζω

πνέω
(μεταφορικά) ερεθίζω
(ιδιωματικό) (κεφαλονίτικο ιδίωμα) χύνω, αδειάζω, σκορπίζω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ριπίζω ρίπιζα θα ριπίζω να ριπίζω ριπίζοντας
β' ενικ. ριπίζεις ρίπιζες θα ριπίζεις να ριπίζεις ρίπιζε
γ' ενικ. ριπίζει ρίπιζε θα ριπίζει να ριπίζει
α' πληθ. ριπίζουμε ριπίζαμε θα ριπίζουμε να ριπίζουμε
β' πληθ. ριπίζετε ριπίζατε θα ριπίζετε να ριπίζετε ριπίζετε
γ' πληθ. ριπίζουν(ε) ρίπιζαν
ριπίζαν(ε)
θα ριπίζουν(ε) να ριπίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ρίπισα θα ριπίσω να ριπίσω ριπίσει
β' ενικ. ρίπισες θα ριπίσεις να ριπίσεις ρίπισε
γ' ενικ. ρίπισε θα ριπίσει να ριπίσει
α' πληθ. ριπίσαμε θα ριπίσουμε να ριπίσουμε
β' πληθ. ριπίσατε θα ριπίσετε να ριπίσετε ριπίστε
γ' πληθ. ρίπισαν
ριπίσαν(ε)
θα ριπίσουν(ε) να ριπίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ριπίσει είχα ριπίσει θα έχω ριπίσει να έχω ριπίσει
β' ενικ. έχεις ριπίσει είχες ριπίσει θα έχεις ριπίσει να έχεις ριπίσει
γ' ενικ. έχει ριπίσει είχε ριπίσει θα έχει ριπίσει να έχει ριπίσει
α' πληθ. έχουμε ριπίσει είχαμε ριπίσει θα έχουμε ριπίσει να έχουμε ριπίσει
β' πληθ. έχετε ριπίσει είχατε ριπίσει θα έχετε ριπίσει να έχετε ριπίσει
γ' πληθ. έχουν ριπίσει είχαν ριπίσει θα έχουν ριπίσει να έχουν ριπίσει



Μεταφράσεις
ριπίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License