ριπίδι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριπίδι | τα | ριπίδια |
γενική | του | ριπιδιού | των | ριπιδιών |
αιτιατική | το | ριπίδι | τα | ριπίδια |
κλητική | ριπίδι | ριπίδια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ριπίδι < ελληνιστική κοινή ῥιπίδιον < αρχαία ελληνική ῥιπίς
Ουσιαστικό
ριπίδι ουδέτερο
χειροκίνητο όργανο αερισμού προσώπου, βεντάλια
Συνώνυμα
βεντάλια
ανεμιστήρι
Μεταφράσεις
ριπίδι
→ δείτε τη λέξη βεντάλια
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License