ριπαίος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ριπαίος | ριπαία | ριπαίο |
γενική | ριπαίου | ριπαίας | ριπαίου |
αιτιατική | ριπαίο | ριπαία | ριπαίο |
κλητική | ριπαίε | ριπαία | ριπαίο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ριπαίοι | ριπαίες | ριπαία |
γενική | ριπαίων | ριπαίων | ριπαίων |
αιτιατική | ριπαίους | ριπαίες | ριπαία |
κλητική | ριπαίοι | ριπαίες | ριπαία |
Ετυμολογία
ριπαίος < → ριπή + κατάλ. αίος
Επίθετο
ριπαίος
(επιστήμη υπολογιστών, δίκτυο υπολογιστών) bursty: για διακίνηση (traffic) δεδομένων που παρουσιάζει απότομες διακυμάνσεις και επηρεάζει την απόδοση (performance) ενός δικτύου
Συγγενικές λέξεις
ριπή
Μεταφράσεις
ριπαίος
αγγλικά : bursty (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License