ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρίχνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ρίχνω < μεσαιωνική ελληνική ρίφνω < αρχαία ελληνική ῥίπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾi.xnɔ/

Ρήμα

ρίχνω , πρτ.: έριχνα, στ.μέλλ.: θα ρίξω, αόρ.: έριξα, παθ.φωνή: ρίχνομαι, μτχ.π.π.: ριγμένος

προκαλώ την κίνηση ενός αντικειμένου δίνοντάς του μια αρχική ώθηση με τα μέλη του σώματός μου ή μέσω μηχανισμού

ο τερματοφύλακας έριξε την μπάλα στον συμπαίκτη του
οι τοξότες έριχναν βέλη στο εχθρικό στράτευμα
≈ συνώνυμα: πετώ, υπώνυμα: βάλλω

(μεταφορικά)

του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα

προκαλώ την πτώση ενός αντικειμένου

από απροσεξία έριξα κάτω το βάζο και το έσπασα

γκρεμίζω

έριξα έναν τοίχο για να μεγαλώσω το σαλόνι

(μεταφορικά) με έντεχνο τρόπο κερδίζω τη συναίνεση (συμφωνία, έγκριση κλπ) κάποιου

με τις γαλιφιές τον έριξε τελικά τον πατέρα της και της αγόρασε αυτοκίνητο

κερδίζω την ερωτική εύνοια κάποιου, τη συγκατάθεσή του για σύναψη ερωτικής σχέσης

για πες μας τώρα πώς την έριξες τη γυναίκα σου

(μεταφορικά) μειώνω

το μαγαζί εκείνο έριξε πολύ τις τιμές τελευταία

Εκφράσεις

ρίχνω ξύλο : δέρνω
ρίχνω μια ματιά : κοιτώ κάτι πρόχειρα
ρίχνει καρεκλοπόδαρα : (απρόσωπο) βρέχει δυνατά
ρίχνω μπόι : ψηλώνω
ρίχνομαι με τα μούτρα : αφοσιώνομαι σε κάτι
ρίχνω τα μούτρα μου : ταπεινώνομαι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ρίχνω έριχνα θα ρίχνω να ρίχνω ρίχνοντας
β' ενικ. ρίχνεις έριχνες θα ρίχνεις να ρίχνεις ρίχνε
γ' ενικ. ρίχνει έριχνε θα ρίχνει να ρίχνει
α' πληθ. ρίχνουμε ρίχναμε θα ρίχνουμε να ρίχνουμε
β' πληθ. ρίχνετε ρίχνατε θα ρίχνετε να ρίχνετε ρίχνετε
γ' πληθ. ρίχνουν(ε) έριχναν
ρίχναν(ε)
θα ρίχνουν(ε) να ρίχνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. έριξα θα ρίξω να ρίξω ρίξει
β' ενικ. έριξες θα ρίξεις να ρίξεις ρίξε
γ' ενικ. έριξε θα ρίξει να ρίξει
α' πληθ. ρίξαμε θα ρίξουμε να ρίξουμε
β' πληθ. ρίξατε θα ρίξετε να ρίξετε ρίξτε
γ' πληθ. έριξαν
ρίξαν(ε)
θα ρίξουν(ε) να ρίξουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ρίξει είχα ρίξει θα έχω ρίξει να έχω ρίξει
β' ενικ. έχεις ρίξει είχες ρίξει θα έχεις ρίξει να έχεις ρίξει έχε ριγμένο
γ' ενικ. έχει ρίξει είχε ρίξει θα έχει ρίξει να έχει ρίξει
α' πληθ. έχουμε ρίξει είχαμε ρίξει θα έχουμε ρίξει να έχουμε ρίξει
β' πληθ. έχετε ρίξει είχατε ρίξει θα έχετε ρίξει να έχετε ρίξει έχετε ριγμένο
γ' πληθ. έχουν ρίξει είχαν ρίξει θα έχουν ρίξει να έχουν ρίξει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ριγμένο
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ριγμένο
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ριγμένο
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ριγμένο

Παθητική φωνή


Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ρίχνομαι ριχνόμουν(α) θα ρίχνομαι να ρίχνομαι
β' ενικ. ρίχνεσαι ριχνόσουν(α) θα ρίχνεσαι να ρίχνεσαι (ρίχνου)
γ' ενικ. ρίχνεται ριχνόταν(ε) θα ρίχνεται να ρίχνεται
α' πληθ. ριχνόμαστε ριχνόμαστε
ριχνόμασταν
θα ριχνόμαστε να ριχνόμαστε
β' πληθ. ρίχνεστε ριχνόσαστε
ριχνόσασταν
θα ρίχνεστε να ρίχνεστε (ρίχνεστε)
γ' πληθ. ρίχνονται ρίχνονταν
ριχνόντουσαν
θα ρίχνονται να ρίχνονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ρίχτηκα θα ριχτώ να ριχτώ ριχτεί
β' ενικ. ρίχτηκες θα ριχτείς να ριχτείς ρίξου
γ' ενικ. ρίχτηκε θα ριχτεί να ριχτεί
α' πληθ. ριχτήκαμε θα ριχτούμε να ριχτούμε
β' πληθ. ριχτήκατε θα ριχτείτε να ριχτείτε ριχτείτε
γ' πληθ. ρίχτηκαν
ριχτήκαν(ε)
θα ριχτούν(ε) να ριχτούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω ριχτεί είχα ριχτεί θα έχω ριχτεί να έχω ριχτεί ριγμένος
β' ενικ. έχεις ριχτεί είχες ριχτεί θα έχεις ριχτεί να έχεις ριχτεί
γ' ενικ. έχει ριχτεί είχε ριχτεί θα έχει ριχτεί να έχει ριχτεί
α' πληθ. έχουμε ριχτεί είχαμε ριχτεί θα έχουμε ριχτεί να έχουμε ριχτεί
β' πληθ. έχετε ριχτεί είχατε ριχτεί θα έχετε ριχτεί να έχετε ριχτεί
γ' πληθ. έχουν ριχτεί είχαν ριχτεί θα έχουν ριχτεί να έχουν ριχτεί
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι)
Παρακείμενος είμαι, είσαι, είναι ριγμένος - είμαστε, είστε, είναι ριγμένοι
Υπερσυντέλικος ήμουν, ήσουν, ήταν ριγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ριγμένοι
Συντελ. Μέλλ. θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ριγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ριγμένοι
Υποτακτική να είμαι, να είσαι, να είναι ριγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ριγμένοι

Μεταφράσεις
ρίχνω, πετώ, βάλλω


αγγλικά : throw (en)
γαλλικά : jeter (fr), faire (fr) chuter (fr),
γερμανικά : werfen (de)
εσπεράντο : lanĉi (eo) , elfosi (eo)
λατινικά : mitto (la)
ουγγρικά : vet (hu)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License