ρεζιλίκι
Ελληνικά
Ετυμολογία
ρεζιλίκι < τουρκική rezillik
Ουσιαστικό
ρεζιλίκι ουδέτερο
αυτό που παθαίνει κανείς όταν γίνεται ρεζίλι, η γελοιοποίηση
Μεταφράσεις
ρεζιλίκι
γαλλικά : risée (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License