ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεζεντά οι ρεζεντάδες
      γενική της ρεζεντάς των ρεζεντάδων
    αιτιατική τη ρεζεντά τις ρεζεντάδες
     κλητική ρεζεντά ρεζεντάδες
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεζεντά < (άμεσο δάνειο) γαλλική réséda < λατινική resedo (ανακουφίζω, ηρεμώ)[1]

Ουσιαστικό

ρεζεντά θηλυκό

(φυτό) ποώδες αρωματικό φυτό, του γένους Reseda, με φύλλα που πλαισιώνουν ελικωτά τον βλαστό και άνθη που σχηματίζουν στάχυ και θεραπευτικές ιδιότητες

Συνώνυμα

ρεζεδά
ρεζεδάς

Δείτε επίσης

Reseda (plant) στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

1081 Ρεζεντά (αστεροειδής) στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ρεζεντά

αγγλικά : reseda (en), mignonette (en)
γαλλικά : réséda (fr)
πολωνικά : rezeda (pl)

Αναφορές

Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License