ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρετσέτα

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρετσέτα οι ρετσέτες
      γενική της ρετσέτας
    αιτιατική τη ρετσέτα τις ρετσέτες
     κλητική ρετσέτα ρετσέτες
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται.
Παράρτημα

Ετυμολογία

ρετσέτα < βενετική receta < λατινική recepta, θηλυκό του receptus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος recipio < re- + capio

Ουσιαστικό

ρετσέτα θηλυκό

(γαστρονομία, μαγειρική) (παρωχημένο) συνταγή
(ιατρική) (παρωχημένο) συνταγή
(μεταφορικά) (παρωχημένο) συνταγή

Μεταφράσεις
ρετσέτα

→ δείτε τη λέξη συνταγή

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License