ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρέστα

Ελληνικά (el)

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ρέστα
      γενική των ρέστων
    αιτιατική τα ρέστα
     κλητική ρέστα
Παράρτημα

Ετυμολογία

ρέστα < ουδέτερο πληθ. του επίθ. ρέστος ως ουσ. < ιταλική resto < λατινική resto < re- + sto < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *steh₂-

Ουσιαστικό

ρέστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

τα χρήματα που πρέπει να επιστρέψει ο πωλητής στον αγοραστή, όταν ο τελευταίος του δίνει κέρματα ή χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από αυτήν του προϊόντος που αγοράζει
τα υπόλοιπα, τα λοιπά

δε μ' αρέσουν οι πόζες, οι τσιριμόνιες και τα ρέστα

(χαρτοπαίγνια) όλα τα χρήματα που μου έχουν απομείνει

Εκφράσεις

ζητάει και τα ρέστα: για κάποιον που, ενώ φταίει, όχι μόνο δεν παραδέχεται το φταίξιμό του αλλά κατηγορεί επιπλέον τους άλλους
δίνω τα ρέστα μου: εντυπωσιάζω τους άλλους με τις ικανότητες ή την επιδεξιότητά μου ή σε κάτι

Μεταφράσεις
ρέστα

α)χρηματική διαφορά σε συναλλαγή

αγγλικά : change (en)
γαλλικά : monnaie (fr)
γερμανικά : Wechselgeld (de)
ιταλικά : resto (it)
πολωνικά : reszty (pl)

β)χαρτοπιακτικός όρος

γ)υπόλοιπα → δείτε τη λέξη υπόλοιπο

δ)κατάταξη

γαλλικά : restes (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License