Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεσάλτο | τα | ρεσάλτα |
γενική | του | ρεσάλτου | των | ρεσάλτων |
αιτιατική | το | ρεσάλτο | τα | ρεσάλτα |
κλητική | ρεσάλτο | ρεσάλτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ρεσάλτο < ιταλική risalto
Ουσιαστικό
ρεσάλτο ουδέτερο
πειρατεία
Η οργάνωση έκανε ρεσάλτο στο πλοίο που μετέφερε μεταλλαγμένο φορτίο.
απεγνωσμένη προσπάθεια
Έκανε καταγγελία για ρεσάλτο των δημοσιογράφων στο ξενοδοχείο όπου διέμενε.
Συνώνυμα
γιουρούσι
Μεταφράσεις
ρεσάλτο
γαλλικά : abordage (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License