Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεπλίκα | οι | ρεπλίκες |
γενική | της | ρεπλίκας | — | |
αιτιατική | τη | ρεπλίκα | τις | ρεπλίκες |
κλητική | ρεπλίκα | ρεπλίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ρεπλίκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική réplique (ή ιταλικά replica)
Ουσιαστικό
ρεπλίκα θηλυκό
αντίγραφο ενός έργου τέχνης, ενίοτε δημιουργημένο από τον δημιουργό του πρωτοτύπου
(κατʼ επέκταση) αντίγραφο
Άλλες μορφές
ρέπλικα
Μεταφράσεις
ρεπλίκα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License