Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεπερτόριο | τα | ρεπερτόρια |
γενική | του | ρεπερτόριου & ρεπερτορίου |
των | ρεπερτόριων & ρεπερτορίων |
αιτιατική | το | ρεπερτόριο | τα | ρεπερτόρια |
κλητική | ρεπερτόριο | ρεπερτόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ρεπερτόριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική repertorio
Ουσιαστικό
ρεπερτόριο ουδέτερο
το σύνολο των θεατρικών ή μουσικών έργων που ένας θίασος ή ένας καλλιτέχνης ή μια ορχήστρα έχει προγραμματίσει να παρουσιάσει σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
το ρεπερτόριο της ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας για το προσεχές έτος
το σύνολο των θεατρικών ή μουσικών έργων που ένας θίασος ή ένας καλλιτέχνης ή μια ορχήστρα έχει ήδη εκτελέσει ή μπορεί να ερμηνεύσει
είναι ηθοποιός με πλούσιο ρεπερτόριο ρόλων
η συνολική παραγωγή καλλιτεχνικών έργων, κυρίως θεατρικών και μουσικών, μιας χώρας ή μιας εποχής σύμφωνα με μια συγκεκριμένη τεχνοτροπία ή καλλιτεχνικό ρεύμα
το ελληνικό ρεπερτόριο
ο δειγματοχώρος των καλλιτεχνικών ειδών μέσα από τα οποία εκφράζεται ένας καλλιτέχνης
Μεταφράσεις
ρεπερτόριο
αγγλικά : repertoire (en)
ιταλικά : repertorio (it)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License